- σχισμένος
- η , ο1) расщеплённый; расколотый; рассечённый; раскроенный (разг ); распиленный; 2) рваный, разорванный;
σχισμένοςα παπούτσια — рваные ботинки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχισμένοςα παπούτσια — рваные ботинки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ένσχιστος — ἔνσχιστος, ον (Α) [σχιστός] σχισμένος στο εσωτερικό … Dictionary of Greek
ακροσχιδής — ἀκροσχιδής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σχιδὴς < σχίζω] … Dictionary of Greek
αμφιδρυφής — ἀμφιδρυφής, ές (Α) ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»] … Dictionary of Greek
ασχιδής — ές (Α ἀσχιδής, ές) 1. (για φύλλα) μη σχισμένος, άσχιστος 2. (για ζώα) ο μη δίχηλος, αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)] … Dictionary of Greek
δίκραιρος — δίκραιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. ο σχισμένος στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)] … Dictionary of Greek
δεκασχιδής — ές ο διαιρεμένος ή σχισμένος σε δέκα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής)] … Dictionary of Greek
διάσχιστος — η, ο (Μ διάσχιστος, ον) ο σχισμένος σ όλο το μήκος του, γεμάτος ρωγμές («διάσχιστος χιτώνας ή βράχος») … Dictionary of Greek
διαρρώξ — ( ῶγος), ο, η (Α) 1. (για βράχο) σχισμένος, σπασμένος από τα κύματα 2. ως ουσ. κομμάτι βράχου … Dictionary of Greek
δισχιδής — ές (AM δισχιδής, ές) ο σχισμένος στα δύο, διχαλωτός αρχ. Ι. ο χωρισμένος στα δύο II. επίρρ. δισχιδόν με διχασμό, με διχαλωτή μορφή … Dictionary of Greek
εγκοπίδα — η κοντός ξύλινος πήχυς σχισμένος κατά μήκος στα δύο, όπου σημείωναν παλιότερα με εγκοπές τις δοσοληψίες ανάμεσα στους συναλλασσόμενους, τσέτουλα … Dictionary of Greek